- συγκομιδή
- η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α [συγκομίζω]συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)νεοελλ.1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)αρχ.1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.
Dictionary of Greek. 2013.